- λιθίῳ
- λίθιονneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθιώ — (Α λιθιῶ και λιθῶ, άω) πάσχω από λιθίαση αρχ. πάσχω από αρθρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα ιάω, ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζ ιώ, μυρμηκ ιώ)] … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λιθίαση — η (AM λιθίασις, εως Α ιων. γεν. ιος) [λιθιώ] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός λίθων σε διάφορα κοίλα όργανα τού σώματος μσν. αρχ. νόσος τής ουροδόχου κύστεως κατά την οποία σχηματίζεται πέτρα, με αποτέλεσμα την παρακώλυση τής έκκρισης ούρων αρχ.… … Dictionary of Greek
λιθίωσις — λιθίωσις, ἡ (Μ) η λιθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λιθίασις* (< λιθιῶ), που εμφανίζει επίθημα ίωσις, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. σκολί ωσις)] … Dictionary of Greek
λιθώ — λιθῶ, άω (Α) βλ. λιθιώ … Dictionary of Greek